- προσκατάβλημα
- προσκατάβλημαthat which is paid besidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκατάβλημα — τὸ, Α [προσκαταβάλλω] 1. αυτό που καταβάλλεται επί πλέον 2. στον πληθ. τὰ προσκαταβλήματα τα χρήματα που καταβάλλονται από άλλες πηγές προκειμένου να αναπληρωθεί έλλειμμα που υπάρχει στις προσόδους … Dictionary of Greek
προσκαταβλήματα — προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταβλήματ' — προσκαταβλήματα , προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc pl προσκαταβλήματι , προσκατάβλημα that which is paid besides neut dat sg προσκαταβλήματε , προσκατάβλημα that which is paid besides neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικατάβλημα — ατος, τὸ, Α (δωρ. τ.) τό προσκατάβλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κατάβλημα (< καταβάλλω)] … Dictionary of Greek